-
1 μπόμπα
η1) бомба; снаряд;εκρηκτική (εμπρηστική) μπόμπα — фугасная (зажигательная) бомба;
ατομική (υδρογογική) μπόμπα — атомная (водородная) бомба;
μπόμπα ναπάλμ — напалмовая бомба;
ωρολογιακή μπόμπα — бомба с часовым механизмом, адская машина;
βραδυφλεγής μπόμπα — бомба замедленного действия;
2) большая бочка;3) газовый баллон; 4) перен., ирон. бочка (о женщине);§ είσορμώ ( — или μπαίνω) σαν μπόμπα — влететь бомбой, как бомба;
πέφτω σαν μπόμπα — свалиться как снег на голову
-
2 бомба
бомб||аж ἡ βόμβα, ἡ μπόμπα:атомная \бомба ἡ ἀτομική βόμβα; водородная \бомба ἡ ὑδρογονική βόμβα, ἡ ὑδρογονοβόμβα; \бомба замедленного деи́ствия ἡ ἐγκαιρο-φλεγής (ωρολογιακή) βόμβα, ἡ βραδυφλεγής μπόμπα; зажигательная \бомба ἡ ἐμπρηστική βόμβα; фугасная \бомба ἡ ίσχυρή ἐκρηκτική βόμβα; сбрасывать \бомбаы ρίχνω βόμβες; ◊ влететь \бомбаой είσορμω, μπαίνω (или πέφτω) σάν μπόμπα. -
3 βόμβα
η1) бомба;ατομική (υδρογονική) βόμβα — атомная (водородная) бомба;
βόμβα βυθού — глубинная бомба;
ωρολογιακή βόμβα — бомба с часовым механизмом;
εμπρηστική (εκρηκτική) βόμβα — зажигательная (фугасная) бомба;
βόμβα ναπάλμ — напалмовая бомба;
βόμβα με μπίλιες ( — или με σφαιρίδια) — шариковая бомба;
ρίχνω βόμβες — сбрасывать бомбы;
2) большая бочка;3) баллон
См. также в других словарях:
βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… … Dictionary of Greek